- πυθονίκη
- ἡ, Αβλ. πυθιονίκης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πυθονίκην — Πυθονίκη conqueror in the Pythian games fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθονίκης — Πυθονίκη conqueror in the Pythian games fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθιονίκης — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθιονίκας, θηλ. πυθιονίκη και πυθονίκη, Α (το αρσ.) νικητής τών πυθικών αγώνων αρχ. 1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πυθιονίκη α) περιβόητη εταίρα αγαπημένη τού Αρπάλου, φίλου και θησαυροφύλακα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου β) προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek